<<
>>

ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟ 2. Κεφάλαιο 4. §18-23

Μετάφραση Ρ. Ρούφου Αρχαίο Κείμενο Μετάφραση συντακτικής ομάδας
[4.18] Αφού τέλειωσε, γύρισε προς το μέρος των εχθρών και περίμενε, επειδή ο μάντης συμβούλευε να μην επιτεθούν προτού σκοτωθεί ή πληγωθεί κάποιος δικός τους. «Έπειτα», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις, που θα ’ρθετε ξοπίσω μας, θα νικήσετε – εγώ όμως νομίζω πως θα σκοτωθώ». [4.18] Ταῦτα δ’ εἰπὼν καὶ μεταστραφεὶς πρὸς τοὺς ἐναντίους, ἡσυχίαν εἶχε· καὶ γὰρ ὁ μάντις παρήγγελλεν αὐτοῖς μὴ πρότερον ἐπιτίθεσθαι, πρὶν [ἂν] τῶν σφετέρων ἢ πέσοι τις ἢ τρωθείη· «ἐπειδὰν μέντοι τοῦτο γένηται, ἡγησόμεθα μέν», ἔφη, «ἡμεῖς, νίκη δ’ ὑμῖν ἔσται ἑπομένοις, ἐμοὶ μέντοι θάνατος, ὥς γέ μοι δοκεῖ». [4.18] Αφού είπε αυτά και στράφηκε πάλι προς τους εχθρούς, περίμενε· γιατί ο μάντης τους συμβούλευε να μην επιτεθούν προτού ή σκοτωθεί ή τραυματιστεί κάποιος από τους δικούς τους· «όταν γίνει αυτό», είπε, «από τη μια θα προηγηθώ εγώ, εσείς από την άλλη ακολουθώντας με θα νικήσετε, όμως εγώ, όπως προαισθάνομαι, θα θανατωθώ».
[4.19] Και δεν βγήκε ψεύτης: όταν άδραξαν τ’ άρματα, εκείνος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς –λες και τον οδηγούσε κάποιο ριζικό– και σκοτώθηκε. (Είναι θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού.) Οι άλλοι ωστόσο νίκησαν και καταδίωξαν τον εχθρό ως το ίσιωμα. Εκεί σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνος κι από τους υπόλοιπους άνδρες τους κάπου εβδομήντα. Οι επαναστάτες πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, κανενός πολίτη όμως δεν πείραξαν τα ρούχα. Μετά απ’ αυτά, καθώς έγινε εκεχειρία για την παραλαβή των νεκρών, πολλοί από τις δύο παρατάξεις σίμωσαν ο ένας τον άλλο κι έπιασαν κουβέντα. [4.19] Καὶ οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλ’ ἐπεὶ ἀνέλαβον τὰ ὅπλα, αὐτὸς μὲν ὥσπερ ὑπὸ μοίρας τινὸς ἀγόμενος ἐκπηδήσας πρῶτος ἐμπεσὼν τοῖς πολεμίοις ἀποθνῄσκει, καὶ τέθαπται ἐν τῇ διαβάσει τοῦ Κηφισοῦ· οἱ δ’ ἄλλοι ἐνίκων καὶ κατεδίωξαν μέχρι τοῦ ὁμαλοῦ. Ἀπέθανον δ’ ἐνταῦθα τῶν μὲν τριάκοντα Κριτίας τε καὶ Ἱππόμαχος, τῶν δὲ ἐν Πειραιεῖ δέκα ἀρχόντων Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος, τῶν δ’ ἄλλων περὶ ἑβδομήκοντα. Καὶ τὰ μὲν ὅπλα ἔλαβον, τοὺς δὲ χιτῶνας οὐδενὸς τῶν πολιτῶν ἐσκύλευσαν. Ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἐγένετο καὶ τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀπεδίδοσαν προσιόντες ἀλλήλοις πολλοὶ διελέγοντο. [4.19] Και δεν διαψεύστηκε, αλλά, μόλις πήραν τα όπλα, αυτός, σαν να οδηγούνταν από κάποια μοίρα, εξόρμησε πρώτος, ρίχτηκε μέσα στους εχθρούς και σκοτώθηκε· είναι θαμμένος στη διάβαση του Κηφισού· και οι άλλοι νίκησαν και κατεδίωξαν τους εχθρούς μέχρι την πεδιάδα. Εκεί φονεύτηκαν από τους Τριάκοντα ο Κριτίας και ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης, ο γιος του Γλαύκωνα, και περίπου εβδομήντα από τους άλλους. Και πήραν τα όπλα (των σκοτωμένων), αλλά δεν αφαίρεσαν τα ενδύματα κανενός από τους πολίτες. Αφού έγινε αυτό και απέδωσαν τιμές στους νεκρούς, πολλοί (από τους αντιπάλους) πλησιάζοντας ο ένας τον άλλον συνομιλούσαν μεταξύ τους.
[4.20] Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των Μυστηρίων που είχε πολύ καλή φωνή, έκανε τους άλλους να σωπάσουν κι είπε: «Πολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας πειράξαμε σε τίποτα. Ίσα ίσα, μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια, σε θυσίες, στις λαμπρότερες τελετές· μαζί έχουμε χορέψει και σπουδάσει και πολεμήσει· μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. [4.20] Κλεόκριτος δὲ ὁ τῶν μυστῶν κῆρυξ, μάλ’ εὔφωνος ὤν, κατασιωπησάμενος ἔλεξεν· «Ἄνδρες πολῖται, τί ἡμᾶς ἐξελαύνετε; τί ἀποκτεῖναι βούλεσθε; Ἡμεῖς γὰρ ὑμᾶς κακὸν μὲν οὐδὲν πώποτε ἐποιήσαμεν, μετεσχήκαμεν δὲ ὑμῖν καὶ ἱερῶν τῶν σεμνοτάτων καὶ θυσιῶν καὶ ἑορτῶν τῶν καλλίστων, καὶ συγχορευταὶ καὶ συμφοιτηταὶ γεγενήμεθα καὶ συστρατιῶται, καὶ πολλὰ μεθ’ ὑμῶν κεκινδυνεύκαμεν καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν ὑπὲρ τῆς κοινῆς ἀμφοτέρων ἡμῶν σωτηρίας τε καὶ ἐλευθερίας. [4.20] Ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυημένων (στα Ελευσίνια μυστήρια), ο οποίος είχε στεντόρεια φωνή, αφού επέβαλε σιωπή, μίλησε: «Συμπολίτες μου, γιατί μας εκδιώκετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Γιατί εμείς αφενός ποτέ ώς τώρα δεν σας προξενήσαμε κανένα κακό, αφετέρου έχουμε λάβει μαζί σας μέρος και στις πιο σεβαστές ιερές συνήθειες και θυσίες και στις ωραιότερες γιορτές και έχουμε γίνει συγχορευτές και συσπουδαστές και συστρατιώτες σας και μαζί σας έχουμε κινδυνεύσει πολλές φορές και στην ξηρά και στη θάλασσα για χάρη της κοινής μας σωτηρίας και ελευθερίας.
[4.21] Στ’ όνομα των προγονικών μας θεών, στ’ όνομα των δεσμών που μας ενώνουν –γιατί πολλοί από μας έχουν αναμεταξύ τους συγγένεια, συμπεθεριό ή φιλία– ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους, πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα! Μην ακούτε τους Τριάντα! Δεν έχουν ιερό και όσιο αυτοί, που για το δικό τους κέρδος κοντεύουν να ’χουν σκοτώσει μέσα σ’ οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ’ όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου! [4.21] Πρὸς θεῶν πατρῴων καὶ μητρῴων καὶ συγγενείας καὶ κηδεστίας καὶ ἑταιρίας, πάντων γὰρ τούτων πολλοὶ κοινωνοῦμεν ἀλλήλοις, αἰδούμενοι καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους παύσασθε ἁμαρτάνοντες εἰς τὴν πατρίδα, καὶ μὴ πείθεσθε τοῖς ἀνοσιωτάτοις τριάκοντα, οἳ ἰδίων κερδέων ἕνεκα ὀλίγου δεῖν πλείους ἀπεκτόνασιν Ἀθηναίων ἐν ὀκτὼ μησὶν ἢ πάντες Πελοποννήσιοι δέκα ἔτη πολεμοῦντες. [4.21] Στο όνομα των θεών των πατέρων και μητέρων μας και στο όνομα της συγγένειάς μας εξ αίματος και εξ αγχιστείας και των συλλόγων μας –γιατί πολλοί από μας αυτά τα έχουμε κοινά–, σεβόμενοι και θεούς και ανθρώπους, σταματήστε να προξενείτε ζημιά στην πατρίδα και μην υπακούτε στους ανοσιότατους Τριάκοντα, οι οποίοι λόγω προσωπικών συμφερόντων παρά λίγο να φονεύσουν μέσα σε οκτώ μήνες περισσότερους Αθηναίους απ’ όσους όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί επί δέκα χρόνια πολέμου.
[4.22] Εκεί που μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά σαν συμπολίτες, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο απ’ όλους τους πολέμους – σ’ εμφύλιο σπαραγμό! Κι όμως να το ξέρετε καλά, ότι ανάμεσα σ’ αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε είναι μερικοί που τους κλαίμε κι εμείς το ίδιο πικρά όσο και σεις!» Έτσι μίλησε ο Κλεόκριτος· καθώς ακούγονταν κι αυτά πάνω σ’ όσα άλλα είχαν συμβεί, οι υπόλοιποι ηγέτες των ολιγαρχικών πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. [4.22] Ἐξὸν δ’ ἡμῖν ἐν εἰρήνῃ πολιτεύεσθαι, οὗτοι τὸν πάντων αἴσχιστόν τε καὶ χαλεπώτατον καὶ ἀνοσιώτατον καὶ ἔχθιστον καὶ θεοῖς καὶ ἀνθρώποις πόλεμον ἡμῖν πρὸς ἀλλήλους παρέχουσιν. Ἀλλ’ εὖ γε μέντοι ἐπίστασθε ὅτι καὶ τῶν νῦν ὑφ’ ἡμῶν ἀποθανόντων οὐ μόνον ὑμεῖς ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς ἔστιν οὓς πολλὰ κατεδακρύσαμεν» Ὁ μὲν τοιαῦτα ἔλεγεν· οἱ δὲ λοιποὶ ἄρχοντες καὶ διὰ τὸ τοιαῦτα προσακούειν τοὺς μεθ’ αὑτῶν ἀπήγαγον εἰς τὸ ἄστυ. [4.22] Αν και ήταν δυνατό σε μας να ζούμε ειρηνικά ως ελεύθεροι πολίτες, αυτοί ξεκίνησαν μεταξύ μας το χειρότερο και το δυσχερέστερο και τον πιο ανόσιο και τον πιο μισητό για θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Όμως να ξέρετε ότι όχι μόνον εσείς αλλά και εμείς για όσους σήμερα σκοτώσαμε –για κάποιους απ’ αυτούς– χύσαμε πολλά δάκρυα» Ο κήρυκας έτσι περίπου μίλησε· οι υπόλοιποι αρχηγοί οδήγησαν τους στρατιώτες τους πάλι πίσω στην Αθήνα και εξαιτίας του ότι άκουγαν τέτοιου είδους πράγματα.
[4.23] Την άλλη μέρα οι Τριάντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι· ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, ξέσπασαν παντού διαφωνίες: όσοι ευθύνονταν για σοβαρότερα αδικήματα, και γι’ αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με πάθος ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες· όσοι πάλι δεν είχαν κανένα κρίμα στη συνείδησή τους σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους –κι εξηγούσαν και στους άλλους– ότι αυτές οι συμφορές ήταν περιττές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, μήτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά αποφάσισαν με ψηφοφορία να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες· κι όρισαν δέκα, έναν από κάθε φυλή. [4.23] Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ οἱ μὲν τριάκοντα πάνυ δὴ ταπεινοὶ καὶ ἔρημοι συνεκάθηντο ἐν τῷ συνεδρίῳ· τῶν δὲ τρισχιλίων ὅπου ἕκαστοι τεταγμένοι ἦσαν, πανταχοῦ διεφέροντο πρὸς ἀλλήλους. Ὅσοι μὲν γὰρ ἐπεποιήκεσάν τι βιαιότερον καὶ ἐφοβοῦντο, ἐντόνως ἔλεγον ὡς οὐ χρείη καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ· ὅσοι δὲ ἐπίστευον μηδὲν ἠδικηκέναι, αὐτοί τε ἀνελογίζοντο καὶ τοὺς ἄλλους ἐδίδασκον ὡς οὐδὲν δέοιντο τούτων τῶν κακῶν, καὶ τοῖς τριάκοντα οὐκ ἔφασαν χρῆναι πείθεσθαι οὐδ’ ἐπιτρέπειν ἀπολλύναι τὴν πόλιν. Καὶ τὸ τελευταῖον ἐψηφίσαντο ἐκείνους μὲν καταπαῦσαι, ἄλλους δὲ ἑλέσθαι. Καὶ εἵλοντο δέκα, ἕνα ἀπὸ φυλῆς. [4.23] Την επόμενη μέρα οι Τριάκοντα πολύ ταπεινωμένοι και εγκαταλελειμμένοι παρευρέθησαν στην αίθουσα συνεδριάσεων· οι τρεις χιλιάδες από την άλλη, όπου βρισκόταν ο καθένας τους, σε όλα τα μέρη της πόλης διαφωνούσαν μεταξύ τους. Γιατί όσοι είχαν διαπράξει βιαιότερες πράξεις και φοβούνταν, υποστήριζαν έντονα ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν σε αυτούς που βρίσκονταν στον Πειραιά· όσοι αφετέρου πίστευαν ότι δεν είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα, οι ίδιοι συλλογίζονταν και προσπαθούσαν να πείσουν και τους άλλους ότι δεν χρειαζόταν να υποφέρουν αυτά τα δεινά και έλεγαν ότι δεν πρέπει να υπακούσουν στους Τριάκοντα ούτε να τους επιτρέψουν να καταστρέψουν την πόλη. Και στο τέλος αποφάσισαν να καθαιρέσουν εκείνους από την εξουσία και να εκλέξουν άλλους. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.

ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟ 2. Κεφάλαιο 4. §37-43

Μετάφραση Ρ. Ρούφου Αρχαίο Κείμενο Μετάφραση συντακτικής ομάδας
[4.37] Αφού όμως ξεκίνησαν αυτοί για τη Λακεδαίμονα, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι κυβερνήτες της Αθήνας, λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και να παραδώσουν και τα τείχη τους στην απόλυτη διάκριση των Λακεδαιμονίων· είχαν όμως την απαίτηση, δήλωναν, μια και οι επαναστάτες έλεγαν πως είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία. [4.37] Ἐπεὶ μέντοι οὗτοι ᾤχοντο εἰς Λακεδαίμονα, ἔπεμπον δὴ καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἐκ τοῦ ἄστεως λέγοντας ὅτι αὐτοὶ μὲν παραδιδόασι καὶ τὰ τείχη ἃ ἔχουσι καὶ σφᾶς αὐτοὺς Λακεδαιμονίοις χρῆσθαι ὅ τι βούλονται· ἀξιοῦν δ’ ἔφασαν καὶ τοὺς ἐν Πειραιεῖ, εἰ φίλοι φασὶν εἶναι Λακεδαιμονίοις, παραδιδόναι τόν τε Πειραιᾶ καὶ τὴν Μουνιχίαν. [4.37] Αφού αυτοί αναχώρησαν στη Λακεδαίμονα, έστελναν αντιπροσώπους οι αρμόδιοι του επίσημου κράτους (= ολιγαρχικοί) της πόλης να πουν ότι αυτοί θα παραδώσουν και τα τείχη, τα οποία κατέχουν, και τους εαυτούς τους στους Λακεδαιμονίους, για να τους κάνουν ό,τι ήθελαν· ισχυρίζονταν όμως ότι είχαν την αξίωση και αυτοί που βρίσκονταν στον Πειραιά, αν είναι, όπως λένε, φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν τον Πειραιά και τη Μουνιχία.
[4.38] Αφού τους άκουσαν όλους οι έφοροι κι η Συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα μια δεκαπενταμελή αντιπροσωπεία μ’ εντολή να συνεργαστεί με τον Παυσανία για συμφιλίωση με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Με τη μεσολάβησή τους συμφιλιώθηκαν οι Αθηναίοι και συμφώνησαν να ζήσουν στα σπίτια τους – όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα πρώην άρχοντες του Πειραιά· τέλος αποφασίστηκε πως όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, θα πήγαινε να ζήσει στην Ελευσίνα. [4.38] Ἀκούσαντες δὲ πάντων αὐτῶν οἱ ἔφοροι καὶ οἱ ἔκκλητοι, ἐξέπεμψαν πεντεκαίδεκα ἄνδρας εἰς τὰς Ἀθήνας, καὶ ἐπέταξαν σὺν Παυσανίᾳ διαλλάξαι ὅπῃ δύναιντο κάλλιστα. Οἱ δὲ διήλλαξαν ἐφ’ ᾧτε εἰρήνην μὲν ἔχειν ὡς πρὸς ἀλλήλους, ἀπιέναι δὲ ἐπὶ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστον πλὴν τῶν τριάκοντα καὶ τῶν ἕνδεκα καὶ τῶν ἐν Πειραιεῖ ἀρξάντων δέκα. Εἰ δέ τινες φοβοῖντο τῶν ἐξ ἄστεως, ἔδοξεν αὐτοῖς Ἐλευσῖνα κατοικεῖν. [4.38] Αφού άκουσαν όλα αυτά οι έφοροι και η επιτροπή εκλεγμένων αντιπροσώπων της Απέλλας, έστειλαν στην Αθήνα δεκαπέντε άνδρες και διέταξαν με την επίβλεψη του Παυσανία να συμφιλιώσουν τους αντιμαχόμενους με όποιο τρόπο μπορούσαν καλύτερα. Αυτοί τους συμφιλίωσαν υπό τον όρο να κάνουν ειρήνη μεταξύ τους και ο καθένας να πάει στο σπίτι του εκτός από τους Τριάκοντα και τους Έντεκα και τους Δέκα άρχοντες του Πειραιά. Όσοι απ’ αυτούς που προέρχονταν από την πόλη φοβούνταν, αποφασίστηκε να κατοικήσουν στην Ελευσίνα.
[4.39] Αφού τέλειωσαν αυτά ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη κι έκαναν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν, οι στρατηγοί συγκάλεσαν Συνέλευση όπου μίλησε ο Θρασύβουλος: [4.39] Τούτων δὲ περανθέντων Παυσανίας μὲν διῆκε τὸ στράτευμα, οἱ δ’ ἐκ τοῦ Πειραιῶς ἀνελθόντες σὺν τοῖς ὅπλοις εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἔθυσαν τῇ Ἀθηνᾷ. Ἐπεὶ δὲ κατέβησαν έκκλησίαν ἐποίησαν οἱ στρατηγοί, ἔνθα δὴ ὁ Θρασύβουλος ἔλεξεν· [4.39] Αφού αυτά τελείωσαν, ο Παυσανίας αφενός διέλυσε το στράτευμα, οι άλλοι αφετέρου ανέβηκαν από τον Πειραιά ένοπλοι προς την ακρόπολη και θυσίασαν στην Αθηνά. Μόλις κατέβηκαν, συγκάλεσαν συμβούλιο οι στρατηγοί, όπου ο Θρασύβουλος μίλησε:
[4.40] «Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε – και θα καταλάβετε καλύτερα, αν καθίσετε να σκεφτείτε τι είναι που σας κάνει τόσο υπεροπτικούς, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Τάχα είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον, κι ας είναι πιο φτωχός από σας – ενώ εσείς, οι πιο πλούσιοι απ’ όλους, έχετε κάνει πολλές κακοήθειες για το κέρδος. Αφού λοιπόν δεν σας διακρίνει δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να καμαρώνετε για την παλικαριά σας. [4.40] Ὑμῖν, ἔφη, ὦ ἐκ τοῦ ἄστεως ἄνδρες, συμβουλεύω ἐγὼ γνῶναι ὑμᾶς αὐτούς. Μάλιστα δ’ ἂν γνοίητε, εἰ ἀναλογίσαισθε ἐπὶ τίνι ὑμῖν μέγα φρονητέον ἐστίν, ὥστε ἡμῶν ἄρχειν ἐπιχειρεῖν. Πότερον δικαιότεροί ἐστε; Ἀλλ’ ὁ μὲν δῆμος πενέστερος ὑμῶν ὢν οὐδὲν πώποτε ἕνεκα χρημάτων ὑμᾶς ἠδίκηκεν·ὑμεῖς δὲ πλουσιώτεροι πάντων ὄντες πολλὰ καὶ αἰσχρὰ ἕνεκα κερδέων πεποιήκατε. Ἐπεὶ δὲ δικαιοσύνης οὐδὲν ὑμῖν προσήκει, σκέψασθε εἰ ἄρα ἐπ’ ἀνδρείᾳ ὑμῖν μέγα φρονητέον· [4.40] «Πολίτες», είπε, «σας συμβουλεύω να γνωρίσετε τους εαυτούς σας. Θα μπορούσατε προπαντός να τους γνωρίσετε, αν αναλογιστείτε για ποιό λόγο καυχιέστε τόσο πολύ, ώστε να επιχειρείτε να γίνετε αρχηγοί μας. Είστε μήπως δικαιότεροι; Αλλά ο λαός, αν και είναι φτωχότερος από σας, ποτέ ώς τώρα δεν σας αδίκησε με σκοπό τα χρήματα· εσείς αντίθετα, αν και είστε πλουσιότεροι απ’ όλους, έχετε διαπράξει πολλά και αισχρά με σκοπό το κέρδος. Αφού καμιά σχέση δεν έχετε με τη δικαιοσύνη, σκεφτείτε αν πρέπει τουλάχιστο να καυχιέστε για την ανδρεία σας.
[4.41] Αλλά τι καλύτερο κριτήριο υπάρχει, από το πώς πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Ή μήπως θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε σ’ εξυπνάδα – εσείς που είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα, και τους Πελοποννησίους για συμμάχους, κι όμως νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ’ αυτά; Τάχα νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Γιατί; Όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παραδώσαν στον αδικημένο τούτο λαό, πριν σηκωθούν να φύγουν! [4.41] καὶ τίς ἂν καλλίων κρίσις τούτου γένοιτο ἢ ὡς ἐπολεμήσαμεν πρὸς ἀλλήλους; Ἀλλὰ γνώμῃ φαίητ’ ἂν προέχειν, οἳ ἔχοντες καὶ τεῖχος καὶ ὅπλα καὶ χρήματα καὶ συμμάχους Πελοποννησίους ὑπὸ τῶν οὐδὲν τούτων ἐχόντων περιείληφθε; Ἀλλ’ ἐπὶ Λακεδαιμονίοις δὴ οἴεσθε μέγα φρονητέον εἶναι; Πῶς, οἵγε ὥσπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες παραδιδόασιν, οὕτω κἀκεῖνοι ὑμᾶς παραδόντες τῷ ἠδικημένῳ τούτῳ δήμῳ οἴχονται ἀπιόντες; [4.41] Και ποιά καλύτερη απόδειξη θα μπορούσε να υπάρξει γι’ αυτό παρά ο τρόπος με τον οποίο πολεμήσαμε μεταξύ μας; Αλλά θα μπορούσατε να ισχυριστείτε ότι υπερέχετε ως προς την ευφυία, οι οποίοι έχοντας τείχος και όπλα και χρήματα και συμμάχους τους Πελοποννησίους έχετε νικηθεί απ’ αυτούς που δεν έχουν τίποτα απ’ όλα αυτά; Αλλά αλήθεια νομίζετε ότι πρέπει να καυχιέστε, επειδή έχετε τους Λακεδαιμονίους; Πώς είναι δυνατό, αφού βέβαια αυτοί, όπως παραδίδουν (οι άνθρωποι) τους σκύλους που δαγκώνουν, αφού τους δέσουν μ’ ένα κλοιό απ’ το λαιμό, σας παρέδωσαν στον αδικημένο αυτό λαό και έφυγαν βιαστικά;
[4.42] Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε. Ίσα ίσα, κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι είστε και πιστοί στον όρκο σας και θεοφοβούμενοι!» Αυτά είπε κι άλλα παρόμοια, κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή, παρά να εφαρμοστεί το παλιό πολίτευμα· κατόπιν διέλυσε τη Συνέλευση. [4.42] Οὐ μέντοι γε ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες, ἀξιῶ ἐγὼ ὧν ὀμωμόκατε παραβῆναι οὐδέν, ἀλλὰ καὶ τοῦτο πρὸς τοῖς ἄλλοις καλοῖς ἐπιδεῖξαι, ὅτι καὶ εὔορκοι καὶ ὅσιοί ἐστε Εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα, καὶ ὅτι οὐδὲν δέοι ταράττεσθαι, ἀλλὰ τοῖς νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσθαι, ἀνέστησε τὴν ἐκκλησίαν. [4.42] Όμως, άνδρες, δεν έχω την αξίωση να παραβείτε κανέναν απ’ τους όρκους σας αλλά εκτός των άλλων θετικών σας στοιχείων να επιδείξετε κι αυτό, ότι δηλαδή και σέβεστε και τηρείτε τον όρκο σας» Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια και ότι δεν πρέπει να δημιουργήσουν καμιά άλλη ταραχή αλλά να εφαρμόζουν τους αρχαίους νόμους, διέλυσε τη συνέλευση.
[4.43] Εκείνο τον καιρό διόρισαν άρχοντες και ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα ωστόσο, μαθαίνοντας ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους. Τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, στους άλλους όμως έστειλαν φίλους και συγγενείς τους που τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Τότε πήραν όρκους ότι στ’ αλήθεια δεν θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί σαν συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί έχουν τηρήσει πιστά τους όρκους τους. [4.43] Καὶ τότε μὲν ἀρχὰς καταστησάμενοι ἐπολιτεύοντο· ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ ἀκούσαντες ξένους μισθοῦσθαι τοὺς Ἐλευσῖνι, στρατευσάμενοι πανδημεὶ ἐπ’ αὐτοὺς τοὺς μὲν στρατηγοὺς αὐτῶν εἰς λόγους ἐλθόντας ἀπέκτειναν, τοῖς δὲ ἄλλοις εἰσπέμψαντες τοὺς φίλους καὶ ἀναγκαίους ἔπεισαν συναλλαγῆναι. Καὶ ὀμόσαντες ὅρκους ἦ μὴν μὴ μνησικακήσειν, ἔτι καὶ νῦν ὁμοῦ τε πολιτεύονται καὶ τοῖς ὅρκοις ἐμμένει ὁ δῆμος. [4.43] Και τότε, αφού εδραίωσαν τη νέα εξουσία, ζούσαν σε ελεύθερο πολίτευμα· το επόμενο όμως χρονικό διάστημα, επειδή άκουσαν ότι αυτοί που διέμεναν στην Ελευσίνα συγκέντρωναν ξένους μισθοφόρους, εκστράτευσαν εναντίον τους με όλες τους τις δυνάμεις και τους στρατηγούς τους που ήρθαν για διάλογο τους σκότωσαν, τους άλλους όμως, αφού έστειλαν σ’ αυτούς φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Και αφού ορκίστηκαν αληθινά να μην κρατούν κακία, ακόμη και τώρα ζουν μαζί σε ελεύθερο καθεστώς και ο λαός μένει πιστός στους όρκους.